- φοΐς
- -ΐδος, ἡ, Αβλ. φωΐς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύφοις — τύ̱φοις , τύφω raise a smoke pres opt act 2nd sg τύ̱φοις , τῦφος frigidae febres masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωΐς — και φοΐς, ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α φυσαλλίδα στην επιφάνεια τού δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή *bhō w τής ρίζας τού… … Dictionary of Greek
γρίφοις — γρί̱φοις , γρῖφος fishing basket masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφοις — κού̱φοις , κοῦφος light masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυφοῖς — κῡφοῖς , κυφός bent forwards masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάφοις — ψά̱φοις , ψῆφος a small round worn stone fem dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφοις — ψή̱φοις , ψῆφος a small round worn stone fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)